Νομιμοποίηση των «Κολλεγίων»: ένα νομοθετικό πραξικόπημα που απαιτεί αγωνιστική απάντηση
Ο νόμος για τα ιδιωτικά «Κολλέγια» (Ν.3696/2008) αποτελεί αυτή τη στιγμή μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που καλείται να απαντήσει το πανεκπαιδευτικό κίνημα. Ουσιαστικά, με αυτό η κυβέρνηση επιδιώκει να παρακάμψει την συνταγματική απαγόρευση για την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ ύστερα και από τη σημαντική επιτυχία του κινήματος να αποτρέψει την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η επιμονή της κυβέρνησης στην με κάθε τρόπο κατοχύρωση της δυνατότητας ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ στην Ελλάδα οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή αποτέλεσε στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου στον τόπο μας εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά και σημαντικό συμβολικό πρόταγμα για τους απολογητές του νεοφιλελευθερισμού όλων των αποχρώσεων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τη λογική της νομιμοποίησης «μη-κρατικών» ΑΕΙ προσυπογράφουν όχι μόνο η ΝΔ αλλά και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Ο λόγος είναι ότι εκτιμούν πως η ίδρυση τέτοιων ιδρυμάτων θα εξασφαλίσει μια σειρά βασικούς στόχους:
- Πρώτον, θα επιτρέψει την αύξηση της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και μάλιστα χωρίς την ανάγκη ίδρυσης και χρηματοδότησης επιπλέον θέσεων στα δημόσια ΑΕΙ και με αποφυγή της διαρροής φοιτητών και συναλλάγματος στο εξωτερικό, ικανοποιώντας την κοινωνική πίεση από εκείνα τα κοινωνικά στρώματα τα οποία διεκδικούν – και έχουν την οικονομική άνεση – να αποκτήσουν με κάθε τρόπο πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
- Δεύτερον, θα προσφέρει ένα σημαντικό πεδίο επιχειρηματικής δράσης σε επιχειρηματίες της ιδιωτικής εκπαίδευσης καθώς και σε ξένα πανεπιστήμια, ειδικά από τη στιγμή που σε μια σειρά από χώρες, με πρωτοπόρα τη Μεγάλη Βρετανία, αυτού του είδους η “εξαγωγή” σπουδών και “παραρτημάτων” στο εξωτερικό αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων, δεδομένων και των περικοπών, εδώ και αρκετά χρόνια, στην πάγια δημόσια χρηματοδότησή τους. Άλλωστε, ρυθμίσεις όπως η βάση του 10 και η διάχυτη αίσθηση απαξίας για πολλά ΤΕΙ, ιδίως της επαρχίας, λειτουργούν ως μηχανισμοί ενίσχυσης της ζήτησης για ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση.
- Τρίτον, θα επιτείνει την τάση αποσύνδεσης τίτλων σπουδών και εργασιακών / επαγγελματικών δικαιωμάτων, κάνοντας τα πτυχία, ακόμη περισσότερο, απλές βεβαιώσεις παρακολούθησης κύκλων σπουδών. Συνολικά να λειτουργήσει ως ένα ακόμη βήμα στην προσπάθεια να γενικευτούν οι κατευθύνσεις της Μπολόνια ως προς τη δομή των σπουδών και τη διάρθρωση των ακαδημαϊκών τίτλων.
- Τέταρτον, τα ιδιωτικά ΑΕΙ, που θα είναι πλήρως αποστειρωμένα, πειθαρχημένα και παραγωγικοποιημένα, θα λειτουργήσουν ως μοχλός πίεσης για την αναδιάρθρωση και των δημόσιων ΑΕΙ.
- Πέμπτον, σε ιδεολογικό επίπεδο θα αξιοποιηθεί ως συμβολική κατάδειξη της δυνατότητας να εισβάλει ο ιδιωτικός τομέας και η λογική της ιδιωτικοοικονομική αποτελεσματικότητας σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής, συμπεριλαμβανομένων και χώρων που θεωρούνταν αποκλειστικό προνόμιο του δημόσιου.
- Έκτον, οι σχεδιαστές της κυβερνητικής πολιτικής εκτιμούν ότι νομιμοποιώντας τελικά τα ιδιωτικά ΑΕΙ θα κατάγουν νίκη απέναντι στο εκπαιδευτικό κίνημα, ειδικά από τη στιγμή που η δυναμική του τελευταίου είχε τα τελευταία χρόνια ευρύτερο πολιτικό αντίκτυπο και ενίσχυσε συνολικότερες τάσεις κοινωνικής και πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης.
Με βάση αυτή το νόμο που ψήφισε η Βουλή για πρώτη φορά αναγνωρίζεται μια βαθμίδα ιδιωτικής εκπαίδευσης μετά τη Δευτεροβάθμια – και όχι απλώς επαγγελματικής κατάρτισης όπως συνέβαινε με τα ιδιωτικά ΙΕΚ – στην οποία μάλιστα το Υπουργείο Παιδείας σπεύδει να προσφέρει το δικαίωμα να χρησιμοποιούν έναν τίτλο – «Κολλέγια» – που παραπέμπει στην Ανώτατη Εκπαίδευση και είναι έχει χαρακτήρα κοινωνικής καταξίωσης (σε αντίθεση με τον τίτλο «Κέντρα Ελεύθερων Σπουδών» και την ρητή απαγόρευση να έχουν οποιοδήποτε τίτλο που παρέπεμπε σε πανεπιστημιακό ίδρυμα).
Επιπλέον, ο νόμος για τα «Κολλέγια» δίνει πλήρη θεσμική κατοχύρωση στην ίδρυση και λειτουργία «παραρτημάτων» ξένων Πανεπιστημίων στην Ελλάδα, εφόσον μόνο τα «Κολλέγια» θα έχουν τη δυνατότητα να συμπράττουν με ξένα Πανεπιστήμια είτε με συμφωνίες πιστοποίησης (validation) είτε με συμφωνίες δικαιόχρησης (franchising). Εδώ το βασικό κριτήριο θα είναι η πιστοποίηση του παραρτήματος από το ξένο Πανεπιστήμιο καθώς και από τις αρμόδιες αρχές της χώρας προέλευσης. Όπως θα δείξουμε και παρακάτω αυτού του είδους η πλήρης νομιμοποίηση των παραρτημάτων θα αποτελέσει και το βασικό μοχλό για την αναγνώριση και επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους των Κολεγίων.
Επίσης για πρώτη φορά δοκιμάζεται και στην Ανώτατη Εκπαίδευση το πρότυπο της πιστοποίησης – αξιολόγησης, σύμφωνα με το οποίο ο χώρος ανοίγεται και στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» με το κράτος να αναλαμβάνει απλώς να πιστοποιήσει και να αξιολογήσει ότι τηρούνται οι αναγκαίοι όροι και προϋποθέσεις.
Σε σχέση με το διδακτικό προσωπικό το μόνο που ορίζει ο νόμος είναι η υποχρέωση κατοχής πανεπιστημιακού τίτλου (προπτυχιακού ή μεταπτυχιακού ή διδακτορικού), η προσκόμιση πιστοποιητικού υγείας και ποινικού μητρώου και η εγγραφή σε μητρώο διδασκόντων στα «Κολλέγια». Δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη ούτε για τις εργασιακές σχέσεις, ούτε για τις αμοιβές, ούτε για το διδακτικό ωράριο των διδασκόντων στα «Κολλέγια», αφήνοντας ανοιχτό το περιθώριο για την πλήρη εργοδοτική ασυδοσία σε αυτό το χώρο.
Όμως, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τη σημασία αυτής της τομής θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι η ρύθμιση που ψηφίστηκε το καλοκαίρι είναι μόνο η αρχή ενός τεράστιου νομοθετικού πραξικοπήματος που σκοπό έχει να παρακάμψει την συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών ΑΕΙ.
Σε αυτή τη φάση η κυβέρνηση απλώς διαμορφώνει μια νέα βαθμίδα «μεταδευτεροβάθμιας» εκπαίδευσης και ξεκαθαρίζει κάπως το χάρτη, βάζοντας ορισμένα κριτήρια οικονομικής βιωσιμότητας, έτσι ώστε να μείνουν οι «σοβαρές επιχειρήσεις» (π.χ. η ιδιαίτερα υψηλή εγγυητική επιστολή που είναι προϋπόθεση της αδειοδότησης). Διακηρύσσει μάλιστα ότι ρητά ο νόμος λέει ότι δεν πρόκειται για ΑΕΙ. Αυτό που δεν λέει είναι ότι στον ορίζοντα βρίσκεται η δεύτερη νομοθετική τομή που είναι η δυνατότητα των αποφοίτων των ιδιωτικών «Κολλεγίων» που είναι παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων από χώρες της ΕΕ να έχουν αναγνώριση επαγγελματικής ισοτιμίας για τους τίτλους σπουδών τους, εάν οι τίτλοι τους αναγνωρίζονται από το μητρικό πανεπιστήμιο στο εξωτερικό. Όπως είναι γνωστό ήδη υπάρχει η οδηγία 36/2005 της ΕΕ η οποία υποχρεώνει την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων σε «πτυχία» παραρτημάτων στο εξωτερικό υπό την προϋπόθεση ότι το «μητρικό» ίδρυμα «πιστοποιεί» το σχετικό τίτλο. Αυτό θα σημαίνει ότι θα αρκεί η σχετική βεβαίωση του ξένου πανεπιστημίου (το οποίο θα τη δώσει γιατί τα Βρετανικά κυρίως Πανεπιστήμια που δραστηριοποιούνται σε αυτή την αγορά ενδιαφέρονται με κάθε τρόπο να αυξήσουν τα έσοδά τους) για να υποχρεώνεται το ελληνικό δημόσιο να αποδίδει ισότιμα επαγγελματικά δικαιώματα. Μέχρι τώρα το Υπουργείο Παιδείας είχε αρνηθεί να ενσωματώσει τα «παραρτήματα» στη διαδικασία απόδοσης επαγγελματικής ισοτιμίας, αλλά ενόψει και της διαφαινόμενης καταδικαστικής απόφασης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι πιθανό να συμμορφωθεί.
Άλλωστε, ήδη το θεσμικό πλαίσιο έχει αλλάξει και η μεγάλη τομή που έχει εισαχθεί είναι ότι πλάι στην παραδοσιακή διαδικασία ακαδημαϊκής αναγνώρισης (παλαιότερα ΔΙΚΑΤΣΑ, σήμερα ΔΟΑΤΑΠ), έχει προστεθεί και η έννοια της επαγγελματικής ισοτιμίας (μέσα από το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης). Μέχρι τώρα η επαγγελματική ισοτιμία προϋποθέτει και την ακαδημαϊκή αναγνώριση. Υπάρχει, όμως, παραπομπή της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για αυτό το ζήτημα (οι ηγεμονικοί σχηματισμοί στην ΕΕ πιέζουν για την απελευθέρωση της εξαγωγής «πανεπιστημιακών» σπουδών και τίτλων), και η εισήγηση θα είναι καταδικαστική. Άλλωστε, εδώ και πολλά χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με σκοπό να παρακαμφθούν αντιδράσεις σε εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις, τα ζητήματα που αφορούν την ακαδημαϊκή διάσταση των πτυχίων αφορούν τις εθνικές νομοθεσίες, αλλά στα ζητήματα εργασιακών και επαγγελματικών δικαιωμάτων (με βάση και την περιβόητη ελευθερία κίνησης της εργασίας), όπως και τα ζητήματα ίδρυσης επιχειρήσεων (όπως είναι η ίδρυση ενός παραρτήματος ή franchise) προηγείται η Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πολύ πιθανό μέσα στους επόμενους μήνες η κυβέρνηση να έρθει και με πρόσχημα την επικείμενη καταδίκη από το Ευρωπαϊκό δικαστήριο θα υποστηρίξει ότι είμαστε αναγκασμένοι να αναγνωρίσουμε επαγγελματικά δικαιώματα τουλάχιστον σε εκείνα τα «Κολλέγια» που είναι παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων και θα ενσωματώσει πλήρως την Ευρωπαϊκή οδηγία 36/2005 στην ήδη υπάρχουσα νομοθεσία περί αναγνώρισης επαγγελματικής ισοτιμίας. Φυσικά, επισήμως, θα εξακολουθήσουν να μην αναγνωρίζουν τα «πτυχία», αλλά αυτό μικρή σημασία θα έχει πια. Θα μπορούν δυνητικά να διεκδικούν συμμετοχή σε προκηρύξεις του ΑΣΕΠ, να καταθέτουν δικαιολογητικά για άδειες ασκήσεως επαγγέλματος κ.λπ.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι μέσα στα επόμενα χρόνια, εάν δεν υπάρξουν αντιδράσεις, χιλιάδες απόφοιτοι των «Κολλεγίων» θα αποκτήσουν τίτλους σπουδών που θα αντιστοιχούν και σε τυπικά επαγγελματικά δικαιώματα πανεπιστημιακών πτυχίων παρακάμπτοντας πλήρως το τυπικό δημόσιο σύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης και πρακτικά εξαγοράζοντας τα σχετικά επαγγελματικά δικαιώματα χάρη στην αυξημένη οικονομική δυνατότητα των οικογενειών τους. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα μιλάμε πια για την αναγνώριση μιας «μεταδευτεροβάθμιας» βαθμίδας της ιδιωτικής εκπαίδευση αλλά για την πλήρη νομοθετική κατοχύρωσης της δυνατότητας λήψης πανεπιστημιακού πτυχίου από ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα κατά πλήρη παράκαμψη της συνταγματικής απαγόρευσης για τη λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ.
Η όλη εξέλιξη θα έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις:
- Θα αποτελέσει ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα στην κατεύθυνση της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης, αποδίδοντας τμήμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.
- Θα ενισχύσει τις τάσεις ρευστοποίησης των επαγγελματικών δικαιωμάτων και στην αποσύνδεση πτυχίων και επαγγελματικής προοπτικής. Η απόδοση μορφών επαγγελματικής ισοτιμίας στους αποφοίτους των «Κολλεγίων» τελικά θα σημαίνει τη συνολικότερη υποβάθμιση των εργασιακών προοπτικών των αποφοίτων της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
- Η νομιμοποίηση της τυπικής εμπορευματοποίησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης αντικειμενικά θα ασκήσει και πίεση και προς τα δημόσια ΑΕΙ σταδιακά να προχωρήσουν στην επιβολή διδάκτρων, κάτι που ήδη γίνεται σε πολλά προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών και αναμένεται να ενταθεί ύστερα και από την ψήφιση του νέου νόμου για τις μεταπτυχιακές σπουδές.
- Θα διαμορφώσει συνθήκη αρνητικού ανταγωνισμού για τα Δημόσια ΑΕΙ τα οποία θα κληθούν να ενσωματώσουν στοιχεία της επιχειρηματικής κουλτούρας, της άμεσης ανταπόκρισης στις απαιτήσεις του «πελάτη» της λογικής «έμφαση σε ό,τι πουλάει» που θα κυριαρχεί στα ιδιωτικά ΑΕΙ.
- Θα αποτελέσει σοβαρότατο πλήγμα για τα περιφερειακά ΑΕΙ και ΤΕΙ καθώς και για εκείνα τα τμήματα που δεν έχουν άμεση αναφορά στην αγορά εργασίας. Με το κόστος διαβίωσης ενός φοιτητή στην επαρχία σήμερα – σε συνθήκες «δωρεάν παιδείας» – να ανέρχεται ετησίως σε 8-10.000 ευρώ, είναι προφανές ότι πολλοί γονείς θα προτιμήσουν ένα ιδιωτικό «κολλέγιο», με αντίστοιχα δίδακτρα, σε ένα αντικείμενο που θα προσφέρει, φαινομενικά τουλάχιστον, επαγγελματικά δικαιώματα (για παράδειγμα ένα πρόγραμμα οικονομικών ή μάνατζμεντ) παρά ένα ΑΕΙ της επαρχίας χωρίς σαφή επαγγελματικά δικαιώματα.
- Θα ασκήσει σημαντική πίεση προς το Διδακτικό Προσωπικό των ΑΕΙ από τη στιγμή που οι συνθήκες εργασίας στα «κολλέγια», για τις οποίες δεν υπάρχει καμιά σχετική αναφορά στο σχετικό νόμο, θα αρχίσουν να προβάλλονται ως πρότυπο οδηγώντας σε αυξανόμενο εργασιακό φόρτο.
- Θα αξιοποιηθεί ως μοχλός πειθάρχησης του φοιτητικού κινήματος στο βαθμό που το πρότυπο θα είναι τα κοινωνικά και συνδικαλιστικά «αποστειρωμένα» ιδιωτικά «κολλέγια», στα οποία δεν θα υπάρχουν συνελεύσεις ή καταλήψεις και όπου οι φοιτητές θα πιέζονται να ολοκληρώνουν εγκαίρως τις σπουδές τους.
- Θα αξιοποιηθούν για αλλαγές στο σχεδιασμό και τη φυσιογνωμία των τμημάτων των ΑΕΙ, καθώς έμφαση θα μετατοπίζεται όλο και περισσότερο σε ειδικότητες και κατευθύνσεις αυξημένης ζήτησης.
- Η όλη εξέλιξη είναι πολύ πιθανό να αξιοποιηθεί και από την κυβέρνηση ως μοχλός για την νομιμοποίηση και λειτουργία μηχανισμών αξιολόγησης – χειραγώγησης των ΑΕΙ. Με βάση την προβαλλόμενη λογική ότι «κανένα δημόσιο ίδρυμα δεν έχει να φοβηθεί», η αξιολόγηση θα προβληθεί ως εκείνο το πεδίο όπου θα μπορούν τα δημόσια ΑΕΙ να καταδείξουν την ανωτερότητά τους. Αυτό πουν δεν αναφέρουν οι σχετικές ρητορείες είναι ότι σε αυτή τη διαδικασία τα δημόσια ΑΕΙ θα κληθούν να επιδείξουν υψηλό βαθμό συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις αποδοτικότητας, ιδιωτικοοικονομικής αποτελεσματικότητας και πειθάρχησης που θέτουν οι διαδικασίες αξιολόγησης.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι σκοπός της νομοθετικής ρύθμισης δεν είναι να «βάλει τάξη» στο χάος των ΚΕΣ, αλλά να ανατρέψει πλήρως τις δομές της Ανώτατης Εκπαίδευσης, καθώς νομιμοποιεί, κατοχυρώνει και διευρύνει την ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην οποία σύντομα θα αποδώσει και επαγγελματικά δικαιώματα. Δεν επικυρώνει ούτε «ορθολογικοποιεί» μια ήδη υπάρχουσα κατάσταση, γιατί απλούστατα μέχρι σήμερα δεν υπήρχε νόμιμη λειτουργία ιδιωτικών τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών φορέων, αλλά αποτελεί τομή που ανατρέπει το καθεστώς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αποτελεί έτσι και ένα τεράστιο θεσμικό πραξικόπημα αφού μεθοδεύει την παράκαμψη ρητής συνταγματικής απαγόρευσης. Ούτε βέβαια απαντάει στο «κοινωνικό πρόβλημα» της ζήτησης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αντίθετα, με την μελλοντική αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους των «Κολλεγίων» δημιουργεί ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα αποδίδοντας στη βιομηχανία της ιδιωτικής εκπαίδευσης θεσμικές δυνατότητες που μέχρι τώρα είχε μόνο το δημόσιο εκπαιδευτικού συστήματος. Και βέβαια σε κανένα βαθμό η προσφορά θέσεων στα «Κολλέγια», με τα υψηλά δίδακτρα και την πιθανώς αμφίβολη ποιότητα, δεν αποτελεί απάντηση στην κοινωνική ανάγκη για ελεύθερη πρόσβαση στη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις βασική διεκδίκηση θα πρέπει να είναι η απαίτηση όχι μόνο να ανατραπεί ο νόμος, αλλά και να απαγορευτεί η κάθε είδους λειτουργία ιδιωτικών «Κολλεγίων», ΚΕΣ, «παραρτημάτων», «franchise» στο χώρο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και φυσικά να σταματήσει κάθε σκέψη για απόδοση επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους αυτών των ιδρυμάτων. Με αυτό τον τρόπο θα σταματούσε και ο φαύλος κύκλος της λειτουργίας αυτών των «ιδρυμάτων», της συνεχιζόμενης παραγωγή αποφοίτων, των πιέσεων για «αναγνώριση», των δικαστικών προσφυγών.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση αποπειράται μια τεράστια ανατροπή στην Α:νώτατη Εκπαίδευση που θα πρέπει να λάβει την αγωνιστική απάντηση που της αναλογεί. Επιβάλλεται η ευρύτερη δυνατή συσπείρωση και κινητοποίηση του εκπαιδευτικού κινήματος, ανάλογη με αυτή που οδήγησε στην αποτροπή της αναθεώρησης του Συντάγματος.
Παναγιώτης Σωτήρης
πηγή alfavita.gr